- Μεναλκίδας
- Μεναλκίδᾱς , Μεναλκίδηςmasc acc pl (doric)Μεναλκίδᾱς , Μεναλκίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Меналкид — (др. греч. Μεναλκιδας) из Спарты древнегреческий авантюрист и политический деятель, в 151 150 годах до н. э. занимавший должность стратега Ахейского союза. Впервые упоминается во время войны Египта с Антиохом Эпифаном. В 168 году до… … Википедия
Δίαιος ο Μεγαλοπολίτης — (2ος αι. π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διαδέχτηκε τον στρατηγό Μεναλκίδα στην αρχηγία των Αχαιών. Ο Μεναλκίδας είχε κατηγορηθεί ότι προσπάθησε να αποσπάσει τη Σπάρτη από τη Συμπολιτεία όταν τον έστειλαν πρέσβη στη Ρώμη, την εποχή του … Dictionary of Greek